διπλοκατοικία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διπλοκατοικία οι διπλοκατοικίες
      γενική της διπλοκατοικίας των διπλοκατοικιών
    αιτιατική τη διπλοκατοικία τις διπλοκατοικίες
     κλητική διπλοκατοικία διπλοκατοικίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διπλοκατοικία < διπλο- + κατοικία

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.plo.ka.tiˈci.a/

Ουσιαστικό

διπλοκατοικία θηλυκό

  1. οικοδομή με δύο κατοικίες
    μονώροφη διπλοκατοικία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.