μονοκατοικία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονοκατοικία οι μονοκατοικίες
      γενική της μονοκατοικίας των μονοκατοικιών
    αιτιατική τη μονοκατοικία τις μονοκατοικίες
     κλητική μονοκατοικία μονοκατοικίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μια μονοκατοικία στην εξοχή.

Ετυμολογία

μονοκατοικία < μονο- (ένας) + κατοικία

Ουσιαστικό

μονοκατοικία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.