τρικάταρτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τρικάταρτο | τα | τρικάταρτα |
| γενική | του | τρικάταρτου | των | τρικάταρτων |
| αιτιατική | το | τρικάταρτο | τα | τρικάταρτα |
| κλητική | τρικάταρτο | τρικάταρτα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τρικάταρτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τρικάταρτος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
τρικάταρτο
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του τρικάταρτος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του τρικάταρτος
Μεταφράσεις
τρικάταρτο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.