τριάρι
Νέα ελληνικά (el)

τα τέσσερα τριάρια μιας τράπουλας

το τριάρι μιας ομάδας βόλεϊ
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τριάρι | τα | τριάρια |
| γενική | του | τριαριού | των | τριαριών |
| αιτιατική | το | τριάρι | τα | τριάρια |
| κλητική | τριάρι | τριάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
τριάρι ουδέτερο
- το ψηφίο τρία
- (κατ’ επέκταση) κάθε τι που αποτελείται από τρία ομοειδή αντικείμενα
- διαμέρισμα με τρία κύρια δωμάτια
- (κατ’ επέκταση) κάθε τι που αποτελεί τυποποιημένο μέγεθος 3
- το τραπουλόχαρτο με τον αριθμό 3
- βαθμός σε εξετάσεις
- (αθλητισμός) ποδοσφαιριστής που αγωνίζεται αριστερός αμυντικός στην σύνθεση
- (αθλητισμός) παίκτης που αγωνίζεται με τον αριθμό 3 σε μια ομάδα
Συγγενικά
- τριάρα
- τριαράκι
Μεταφράσεις
τριάρι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.