τρεχαντήρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τρεχαντήρα | οι | τρεχαντήρες |
| γενική | της | τρεχαντήρας | των | τρεχαντήρων |
| αιτιατική | την | τρεχαντήρα | τις | τρεχαντήρες |
| κλητική | τρεχαντήρα | τρεχαντήρες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τρεχαντήρα < τρεχαντήρ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -α [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾe.xanˈdi.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρε‐χα‐ντή‐ρα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις τρεχαντήρι και τροχός
Μεταφράσεις
τρεχαντήρα
|
Αναφορές
- τρεχαντήρι, τρεχαντήρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.