τραχειοβρογχικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τραχειοβρογχικός η τραχειοβρογχική το τραχειοβρογχικό
      γενική του τραχειοβρογχικού της τραχειοβρογχικής του τραχειοβρογχικού
    αιτιατική τον τραχειοβρογχικό την τραχειοβρογχική το τραχειοβρογχικό
     κλητική τραχειοβρογχικέ τραχειοβρογχική τραχειοβρογχικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τραχειοβρογχικοί οι τραχειοβρογχικές τα τραχειοβρογχικά
      γενική των τραχειοβρογχικών των τραχειοβρογχικών των τραχειοβρογχικών
    αιτιατική τους τραχειοβρογχικούς τις τραχειοβρογχικές τα τραχειοβρογχικά
     κλητική τραχειοβρογχικοί τραχειοβρογχικές τραχειοβρογχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τραχειοβρογχικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

τραχειοβρογχικός

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.