τραγουδοποιία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τραγουδοποιία | οι | τραγουδοποιίες |
| γενική | της | τραγουδοποιίας | των | τραγουδοποιιών |
| αιτιατική | την | τραγουδοποιία | τις | τραγουδοποιίες |
| κλητική | τραγουδοποιία | τραγουδοποιίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τραγουδοποιία < τραγουδοποιός + -ία
Ουσιαστικό
τραγουδοποιία θηλυκό
- η εργασία του τραγουδοποιού, η σύνθεση ή (γενικότερα) η δημιουργία τραγουδιών
Μεταφράσεις
τραγουδοποιία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.