τραγουδιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τραγουδιστικός | η | τραγουδιστική | το | τραγουδιστικό |
| γενική | του | τραγουδιστικού | της | τραγουδιστικής | του | τραγουδιστικού |
| αιτιατική | τον | τραγουδιστικό | την | τραγουδιστική | το | τραγουδιστικό |
| κλητική | τραγουδιστικέ | τραγουδιστική | τραγουδιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τραγουδιστικοί | οι | τραγουδιστικές | τα | τραγουδιστικά |
| γενική | των | τραγουδιστικών | των | τραγουδιστικών | των | τραγουδιστικών |
| αιτιατική | τους | τραγουδιστικούς | τις | τραγουδιστικές | τα | τραγουδιστικά |
| κλητική | τραγουδιστικοί | τραγουδιστικές | τραγουδιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τραγουδιστικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
τραγουδιστικός
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
τραγουδιστικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.