τρίχρονο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τρίχρονο | τα | τρίχρονα |
| γενική | του | τρίχρονου | των | τρίχρονων |
| αιτιατική | το | τρίχρονο | τα | τρίχρονα |
| κλητική | τρίχρονο | τρίχρονα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τρίχρονο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο τρίχρονος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.