τρίστιχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τρίστιχος | η | τρίστιχη | το | τρίστιχο |
| γενική | του | τρίστιχου | της | τρίστιχης | του | τρίστιχου |
| αιτιατική | τον | τρίστιχο | την | τρίστιχη | το | τρίστιχο |
| κλητική | τρίστιχε | τρίστιχη | τρίστιχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τρίστιχοι | οι | τρίστιχες | τα | τρίστιχα |
| γενική | των | τρίστιχων | των | τρίστιχων | των | τρίστιχων |
| αιτιατική | τους | τρίστιχους | τις | τρίστιχες | τα | τρίστιχα |
| κλητική | τρίστιχοι | τρίστιχες | τρίστιχα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τρίστιχος < (λόγιο δάνειο) ελληνιστική κοινή τρίστιχος[1], μορφολογικά αναλύεται τρί- + στίχος
Συγγενικά
- τρίστιχο (ή τερτσίνα)
Μεταφράσεις
τρίστιχος
|
|
Αναφορές
- τρίστιχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.