τούρνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τούρνα | οι | τούρνες |
| γενική | της | τούρνας | των | τουρνών |
| αιτιατική | την | τούρνα | τις | τούρνες |
| κλητική | τούρνα | τούρνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

μια τούρνα
Ετυμολογία
- τούρνα < τουρκική turna < παλαιά τουρκική turna < πρωτοτουρκική *durunja
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈtuɾ.na/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.