τοπική αυτοδιοίκηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τοπική αυτοδιοίκηση | οι | τοπικές αυτοδιοικήσεις |
| γενική | της | τοπικής αυτοδιοίκησης | των | τοπικών αυτοδιοικήσεων |
| αιτιατική | την | τοπική αυτοδιοίκηση | τις | τοπικές αυτοδιοικήσεις |
| κλητική | τοπική αυτοδιοίκηση | τοπικές αυτοδιοικήσεις | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τοπική αυτοδιοίκηση < → δείτε τις λέξεις τοπικός και αυτοδιοίκηση
Προφορά
- ΔΦΑ : /to.piˈci a.fto.ðiˈi.ci.si/
Πολυλεκτικός όρος
τοπική αυτοδιοίκηση θηλυκό
- μορφή διακυβέρνησης της οποίας η αρμοδιότητα καλύπτει περιοχή μικρότερη από εκείνη του κράτους
- ※ Στη Βουλή κατατέθηκε την Τρίτη το νομοσχέδιο με το νέο εκλογικό σύστημα στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, το οποίο θέτει τέλος στον θεσμό της απλής αναλογικής.
- Στη Βουλή ο νέος εκλογικός νόμος για την Αυτοδιοίκηση: Καταργείται η απλή αναλογική, Η Καθημερινή, 18 Μαΐου 2021
- ※ Στη Βουλή κατατέθηκε την Τρίτη το νομοσχέδιο με το νέο εκλογικό σύστημα στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, το οποίο θέτει τέλος στον θεσμό της απλής αναλογικής.
- ΤΑ (συντομογραφία)
Μεταφράσεις
τοπική αυτοδιοίκηση
|
Πηγές
- αυτοδιοίκηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.