ΟΤΑ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ΟΤΑ < Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοίκησης

Συντομομορφή

ΟΤΑ αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο

  • αποτελεί την πρώτη βαθμίδα αιρετής διοίκησης σε τοπικό επίπεδο και ασχολιέται με την άσκηση πολιτικής σε επίπεδο Δήμου

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.