τοματοχυμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τοματοχυμός | οι | τοματοχυμοί |
| γενική | του | τοματοχυμού | των | τοματοχυμών |
| αιτιατική | τον | τοματοχυμό | τους | τοματοχυμούς |
| κλητική | τοματοχυμέ | τοματοχυμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
τοματοχυμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.