τοματοχυμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τοματοχυμός οι τοματοχυμοί
      γενική του τοματοχυμού των τοματοχυμών
    αιτιατική τον τοματοχυμό τους τοματοχυμούς
     κλητική τοματοχυμέ τοματοχυμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τοματοχυμός < ντομάτα + χυμός

Ουσιαστικό

τοματοχυμός αρσενικό

  1. ο χυμός της ντομάτας.
  2. αναψυκτικό από χυμό ντομάτας

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.