τοιχογραφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τοιχογραφικός | η | τοιχογραφική | το | τοιχογραφικό |
| γενική | του | τοιχογραφικού | της | τοιχογραφικής | του | τοιχογραφικού |
| αιτιατική | τον | τοιχογραφικό | την | τοιχογραφική | το | τοιχογραφικό |
| κλητική | τοιχογραφικέ | τοιχογραφική | τοιχογραφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τοιχογραφικοί | οι | τοιχογραφικές | τα | τοιχογραφικά |
| γενική | των | τοιχογραφικών | των | τοιχογραφικών | των | τοιχογραφικών |
| αιτιατική | τους | τοιχογραφικούς | τις | τοιχογραφικές | τα | τοιχογραφικά |
| κλητική | τοιχογραφικοί | τοιχογραφικές | τοιχογραφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τοιχογραφικός < τοιχογραφία / τοιχογράφος + -ικός
Μεταφράσεις
τοιχογραφικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.