τιτιβισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τιτιβισμός | οι | τιτιβισμοί |
| γενική | του | τιτιβισμού | των | τιτιβισμών |
| αιτιατική | τον | τιτιβισμό | τους | τιτιβισμούς |
| κλητική | τιτιβισμέ | τιτιβισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
τιτιβισμός
|
- τιτιβισμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.