γλυκοτιτιβίζω
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | γλυκοτιτιβίζω | γλυκοτιτίβιζα | θα γλυκοτιτιβίζω | να γλυκοτιτιβίζω | γλυκοτιτιβίζοντας | |
| β' ενικ. | γλυκοτιτιβίζεις | γλυκοτιτίβιζες | θα γλυκοτιτιβίζεις | να γλυκοτιτιβίζεις | γλυκοτιτίβιζε | |
| γ' ενικ. | γλυκοτιτιβίζει | γλυκοτιτίβιζε | θα γλυκοτιτιβίζει | να γλυκοτιτιβίζει | ||
| α' πληθ. | γλυκοτιτιβίζουμε | γλυκοτιτιβίζαμε | θα γλυκοτιτιβίζουμε | να γλυκοτιτιβίζουμε | ||
| β' πληθ. | γλυκοτιτιβίζετε | γλυκοτιτιβίζατε | θα γλυκοτιτιβίζετε | να γλυκοτιτιβίζετε | γλυκοτιτιβίζετε | |
| γ' πληθ. | γλυκοτιτιβίζουν(ε) | γλυκοτιτίβιζαν γλυκοτιτιβίζαν(ε) |
θα γλυκοτιτιβίζουν(ε) | να γλυκοτιτιβίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | γλυκοτιτίβισα | θα γλυκοτιτιβίσω | να γλυκοτιτιβίσω | γλυκοτιτιβίσει | ||
| β' ενικ. | γλυκοτιτίβισες | θα γλυκοτιτιβίσεις | να γλυκοτιτιβίσεις | γλυκοτιτίβισε | ||
| γ' ενικ. | γλυκοτιτίβισε | θα γλυκοτιτιβίσει | να γλυκοτιτιβίσει | |||
| α' πληθ. | γλυκοτιτιβίσαμε | θα γλυκοτιτιβίσουμε | να γλυκοτιτιβίσουμε | |||
| β' πληθ. | γλυκοτιτιβίσατε | θα γλυκοτιτιβίσετε | να γλυκοτιτιβίσετε | γλυκοτιτιβίστε | ||
| γ' πληθ. | γλυκοτιτίβισαν γλυκοτιτιβίσαν(ε) |
θα γλυκοτιτιβίσουν(ε) | να γλυκοτιτιβίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω γλυκοτιτιβίσει | είχα γλυκοτιτιβίσει | θα έχω γλυκοτιτιβίσει | να έχω γλυκοτιτιβίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις γλυκοτιτιβίσει | είχες γλυκοτιτιβίσει | θα έχεις γλυκοτιτιβίσει | να έχεις γλυκοτιτιβίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει γλυκοτιτιβίσει | είχε γλυκοτιτιβίσει | θα έχει γλυκοτιτιβίσει | να έχει γλυκοτιτιβίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε γλυκοτιτιβίσει | είχαμε γλυκοτιτιβίσει | θα έχουμε γλυκοτιτιβίσει | να έχουμε γλυκοτιτιβίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε γλυκοτιτιβίσει | είχατε γλυκοτιτιβίσει | θα έχετε γλυκοτιτιβίσει | να έχετε γλυκοτιτιβίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν γλυκοτιτιβίσει | είχαν γλυκοτιτιβίσει | θα έχουν γλυκοτιτιβίσει | να έχουν γλυκοτιτιβίσει |
| |
Μεταφράσεις
γλυκοτιτιβίζω
|
|
- γλυκοτιτιβίζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.