fixation

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

fixation (en)

  1. εμμονή, μανία, κόλλημα
  2. στερέωση
    Συνώνυμα: περίφραση: state of being fixed
    • υπό όρους μεταφραστική επιλογή: σύνδεση
  3. visual fixation: προσήλωση-προσκόλληση-κάρφωμα βλέμματος
    Συνώνυμα: περίφραση: the maintaining of the visual gaze on a single location

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

fixation (fr) θηλυκό

  1. τοποθέτηση
  2. καθορισμός
  3. προσδιορισμός

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη fixe
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.