τιμολογιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τιμολογιακός | η | τιμολογιακή | το | τιμολογιακό |
| γενική | του | τιμολογιακού | της | τιμολογιακής | του | τιμολογιακού |
| αιτιατική | τον | τιμολογιακό | την | τιμολογιακή | το | τιμολογιακό |
| κλητική | τιμολογιακέ | τιμολογιακή | τιμολογιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τιμολογιακοί | οι | τιμολογιακές | τα | τιμολογιακά |
| γενική | των | τιμολογιακών | των | τιμολογιακών | των | τιμολογιακών |
| αιτιατική | τους | τιμολογιακούς | τις | τιμολογιακές | τα | τιμολογιακά |
| κλητική | τιμολογιακοί | τιμολογιακές | τιμολογιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
τιμολογιακός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.