τιμολογιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τιμολογιακός η τιμολογιακή το τιμολογιακό
      γενική του τιμολογιακού της τιμολογιακής του τιμολογιακού
    αιτιατική τον τιμολογιακό την τιμολογιακή το τιμολογιακό
     κλητική τιμολογιακέ τιμολογιακή τιμολογιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τιμολογιακοί οι τιμολογιακές τα τιμολογιακά
      γενική των τιμολογιακών των τιμολογιακών των τιμολογιακών
    αιτιατική τους τιμολογιακούς τις τιμολογιακές τα τιμολογιακά
     κλητική τιμολογιακοί τιμολογιακές τιμολογιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τιμολογιακός < τιμολόγιο + -ακός

Επίθετο

τιμολογιακός, -ή, -ό

  • σχετικός με την απόδοση τιμών σε προϊόντα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.