τιγροειδής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τιγροειδής | η | τιγροειδής | το | τιγροειδές |
| γενική | του | τιγροειδούς* | της | τιγροειδούς | του | τιγροειδούς |
| αιτιατική | τον | τιγροειδή | την | τιγροειδή | το | τιγροειδές |
| κλητική | τιγροειδή(ς) | τιγροειδής | τιγροειδές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τιγροειδείς | οι | τιγροειδείς | τα | τιγροειδή |
| γενική | των | τιγροειδών | των | τιγροειδών | των | τιγροειδών |
| αιτιατική | τους | τιγροειδείς | τις | τιγροειδείς | τα | τιγροειδή |
| κλητική | τιγροειδείς | τιγροειδείς | τιγροειδή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τιγροειδής < τιγρο- (< τίγρη) + -ειδής (< εἶδής)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
τιγροειδής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.