τηλεορασούλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τηλεορασούλα | οι | τηλεορασούλες |
| γενική | της | τηλεορασούλας | — | |
| αιτιατική | την | τηλεορασούλα | τις | τηλεορασούλες |
| κλητική | τηλεορασούλα | τηλεορασούλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τηλεορασούλα < τηλεόρασ(η) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ti.le.o.ɾaˈsu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τη‐λε‐ο‐ρα‐σού‐λα
Μεταφράσεις
τηλεορασούλα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.