τηγανίτης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
τηγᾰνῑτα-
ονομαστική τηγανίτης οἱ τηγανῖται
      γενική τοῦ τηγανίτου τῶν τηγανιτῶν
      δοτική τῷ τηγανίτ τοῖς τηγανίταις
    αιτιατική τὸν τηγανίτην τοὺς τηγανίτᾱς
     κλητική ! τηγανῖτ τηγανῖται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τηγανίτ
γεν-δοτ τοῖν  τηγανίταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τηγανίτης < τήγαν(ον) + -ίτης (εννοείται: ἄρτος)

Ουσιαστικό

τηγανίτης [ῑ] αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.