τζυμπραγός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τζυμπραγός | η | τζυμπραγή | το | τζυμπραγό |
| γενική | του | τζυμπραγού | της | τζυμπραγής | του | τζυμπραγού |
| αιτιατική | τον | τζυμπραγό | την | τζυμπραγή | το | τζυμπραγό |
| κλητική | τζυμπραγέ | τζυμπραγή | τζυμπραγό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τζυμπραγοί | οι | τζυμπραγές | τα | τζυμπραγά |
| γενική | των | τζυμπραγών | των | τζυμπραγών | των | τζυμπραγών |
| αιτιατική | τους | τζυμπραγούς | τις | τζυμπραγές | τα | τζυμπραγά |
| κλητική | τζυμπραγοί | τζυμπραγές | τζυμπραγά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τζυμπραγός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
τζυμπραγός, -ή, -ό
- τζιμπραγός / ατζιμπραγός
- ζιμπραγός
- συμπραγός
Συγγενικά
- Τζυμπραγός (σπάνιο, συνήθως ως παρατσούκλι)
- Τζιμπραγός (επώνυμο)
Πηγές
- Νίκος Σαραντάκος, Γέμελοι και μπινιάρηδες, sarantakos.wordpress.com, 15 Φεβρουαρίου 2016
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.