τζυμπραγός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τζυμπραγός η τζυμπραγή το τζυμπραγό
      γενική του τζυμπραγού της τζυμπραγής του τζυμπραγού
    αιτιατική τον τζυμπραγό την τζυμπραγή το τζυμπραγό
     κλητική τζυμπραγέ τζυμπραγή τζυμπραγό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τζυμπραγοί οι τζυμπραγές τα τζυμπραγά
      γενική των τζυμπραγών των τζυμπραγών των τζυμπραγών
    αιτιατική τους τζυμπραγούς τις τζυμπραγές τα τζυμπραγά
     κλητική τζυμπραγοί τζυμπραγές τζυμπραγά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τζυμπραγός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

τζυμπραγός, -ή, -ό

  • (κρητικά) δίδυμος
  •   Η ποίηση ʼναι τζυμπραγή στο κρητικό λογάρι σʼ ετούτανά τα τζυμπραγά τα ξόμπλια έχου ντα θάρρη (Κωστής Λαγουδιανάκης, 2ο μέρος Αποσπερίδες και βαϊζα, Εφημερίδα Πατρίς, 16/09/2006 )

  • τζιμπραγός / ατζιμπραγός
  • ζιμπραγός
  • συμπραγός

Συγγενικά

  • Τζυμπραγός (σπάνιο, συνήθως ως παρατσούκλι)
  • Τζιμπραγός (επώνυμο)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.