τζανταρμάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τζανταρμάς | οι | τζανταρμάδες |
| γενική | του | τζανταρμά | των | τζανταρμάδων |
| αιτιατική | τον | τζανταρμά | τους | τζανταρμάδες |
| κλητική | τζανταρμά | τζανταρμάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τζανταρμάς< (άμεσο δάνειο) τουρκική jandarma < γαλλική gendarme
Ουσιαστικό
τζανταρμάς αρσενικό
- (επάγγελμα, παρωχημένο) χωροφύλακας, στρατοχωροφύλακας, ιδιαίτερα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας
- ※ Θυμούμαι πώς μας παρέλαβε, καμιά εικοσαριά τον αριθμό, απ' τα χωριά που βρισκόμασταν, ένας τζανταρμάς ( = χωροφύλακας ) με μια κατάσταση στο χέρι και μας ώδήγησε στο Καλέ Ταβάζ, που ήταν έδρα μουδίρη και μας παρέδωσε σ'αυτόν (Μικρασιατικά Χρονικά, τόμ. 7-8, Σύγραμμα περιοδικόν εκδιδόμενον υπό του τμήματος Μικρασιατικών Μελετών της Ενώσεως Σμυρναίων, 1957)
Μεταφράσεις
τζανταρμάς
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.