στρατοχωροφύλακας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | στρατοχωροφύλακας | οι | στρατοχωροφύλακες |
| γενική | του | στρατοχωροφύλακα | των | στρατοχωροφυλάκων |
| αιτιατική | τον | στρατοχωροφύλακα | τους | στρατοχωροφύλακες |
| κλητική | στρατοχωροφύλακα | στρατοχωροφύλακες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
στρατοχωροφύλακας < στρατο- + χωροφύλακας. Δείτε και το ελληνιστικό στρατοφύλαξ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
στρατοχωροφύλακας αρσενικό
- (επάγγελμα, παρωχημένο) ο Τούρκος χωροφύλακας, ο τζανταρμάς
- ※ Οι καταστροφείς μπαίνουν μέσα στο σπίτι και το καταστρέφουν ολοσχερώς και οι στρατοχωροφύλακες που στέκονταν οπλισμένοι μπροστά στο σπίτι δεν επεμβαίνουν (Νεοκλής Σαρρής, Η άλλη πλευρά: Διπλωματική χρονογραφία του διαμελισμού της Κύπρου 1982, σελ. 234)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.