τζαναμπέτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τζαναμπέτισσα | οι | τζαναμπέτισσες |
| γενική | της | τζαναμπέτισσας | των | τζαναμπετισσών |
| αιτιατική | την | τζαναμπέτισσα | τις | τζαναμπέτισσες |
| κλητική | τζαναμπέτισσα | τζαναμπέτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
τζαναμπέτισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.