τζαζ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τζαζ < αγγλική jazz

Ουσιαστικό

τζαζ θηλυκό άκλιτο

  • (μουσική) είδος αφρο-αμερικανικής μουσικής. Γεννήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες στις αρχές του 20ού αιώνα, από τη διασταύρωση του blues, του ragtime, και της ευρωπαϊκής μουσικής.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.