τετραχλωροπαράγωγο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τετραχλωροπαράγωγο | τα | τετραχλωροπαράγωγα |
| γενική | του | τετραχλωροπαράγωγου & τετραχλωροπαραγώγου |
των | τετραχλωροπαράγωγων & τετραχλωροπαραγώγων |
| αιτιατική | το | τετραχλωροπαράγωγο | τα | τετραχλωροπαράγωγα |
| κλητική | τετραχλωροπαράγωγο | τετραχλωροπαράγωγα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
τετραχλωροπαράγωγο ουδέτερο
- (χημεία): χαρακτηρίζεται το παράγωγο χημικής αντίδρασης όπου στο μόριό μιας χημικής ένωσης φέρονται (μετά από αντικατάσταση, συμπλήρωση ή προσθήκη) τέσσερα άτομα χλωρίου
- τετραχλωροπαράγωγα είναι π.χ. το τετραχλωροοαιθάνιο, το τετραχλωροαιθυλένιο, η τετραχλωροδιβενζοδιοξίνη κ.ά,
Μεταφράσεις
τετραχλωροπαράγωγο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.