τετραμηνία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τετραμηνία οι τετραμηνίες
      γενική της τετραμηνίας των τετραμηνιών
    αιτιατική την τετραμηνία τις τετραμηνίες
     κλητική τετραμηνία τετραμηνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τετραμηνία < τετρα- + -μηνία

Ουσιαστικό

τετραμηνία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.