τετανία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τετανία | οι | τετανίες |
| γενική | της | τετανίας | των | τετανιών |
| αιτιατική | την | τετανία | τις | τετανίες |
| κλητική | τετανία | τετανίες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τετανία < τέτανος
Ουσιαστικό
τετανία θηλυκό
- (ιατρική) σύνδρομο νευρομυϊκής υπερδιεγερσιμότητας που χαρακτηρίζεται από οδυνηρές συσπάσεις.
- κρίσεις τετανίας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.