τεστ κοπώσεως
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τεστ κοπώσεως < τεστ + κοπώσεως (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική stress test)
Πολυλεκτικός όρος
τεστ κοπώσεως ουδέτερο άκλιτο
- (ιατρική) διαγνωστική εξέταση που περιλαμβάνει εκτέλεση ελεγχόμενης σωματικής άσκησης με ταυτόχρονη παρακολούθηση της καρδιακής λειτουργίας με ηλεκτροκαρδιογράφημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
