τερματάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τερματάκι τα τερματάκια
      γενική
    αιτιατική το τερματάκι τα τερματάκια
     κλητική τερματάκι τερματάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τερματάκι < (τέρμα) τερματ- + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά

ΔΦΑ : /teɾ.maˈta.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τερματάκι

Ουσιαστικό

τερματάκι ουδέτερο

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε τέρμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.