τελολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τελολογία οι τελολογίες
      γενική της τελολογίας των τελολογιών
    αιτιατική την τελολογία τις τελολογίες
     κλητική τελολογία τελολογίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τελολογία < τελεολογία με αποφυχή της χασμωδίας, τέλ(ος) + -ο- + -λογία

Ουσιαστικό

τελολογία θηλυκό, μόνο στον ενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.