τέλειωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τέλειωμα τα τελειώματα
      γενική του τελειώματος των τελειωμάτων
    αιτιατική το τέλειωμα τα τελειώματα
     κλητική τέλειωμα τελειώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τέλειωμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τέλειωμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τελειώνω
  2. (στον πληθυντικό)  δείτε τη λέξη τελειώματα

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.