τεκταινόμενα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα τεκταινόμενα
      γενική των τεκταινόμενων
& τεκταινομένων
    αιτιατική τα τεκταινόμενα
     κλητική τεκταινόμενα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τεκταινόμενα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τεκταινόμενα, μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος τεκταίνω στον πληθυντικό του ουδέτερου

Προφορά

ΔΦΑ : /te.kteˈno.me.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τεκταινόμενα

Ουσιαστικό

τεκταινόμενα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συνώνυμα

  • τα συμβαίνοντα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.