τεκνίδιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ τεκνίδιον τὰ τεκνίδι
      γενική τοῦ τεκνιδίου τῶν τεκνιδίων
      δοτική τῷ τεκνιδί τοῖς τεκνιδίοις
    αιτιατική τὸ τεκνίδιον τὰ τεκνίδι
     κλητική ! τεκνίδιον τεκνίδι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τεκνιδίω
γεν-δοτ τοῖν  τεκνιδίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τεκνίδιον < τέκν(ον) + -ίδιον

Ουσιαστικό

τεκνίδιον ουδέτερο

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.