ταυρωπός

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ταυρωπός τὸ ταυρωπόν
      γενική τοῦ/τῆς ταυρωποῦ τοῦ ταυρωποῦ
      δοτική τῷ/τῇ ταυρωπ τῷ ταυρωπ
    αιτιατική τὸν/τὴν ταυρωπόν τὸ ταυρωπόν
     κλητική ! ταυρωπέ ταυρωπόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ταυρωποί τὰ ταυρωπᾰ́
      γενική τῶν ταυρωπῶν τῶν ταυρωπῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ταυρωποῖς τοῖς ταυρωποῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς ταυρωπούς τὰ ταυρωπᾰ́
     κλητική ! ταυρωποί ταυρωπᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ταυρωπώ τὼ ταυρωπώ
      γεν-δοτ τοῖν ταυρωποῖν τοῖν ταυρωποῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ταυρωπός < ταῦρος + -ωπός

Επίθετο

ταυρωπός, -ος

Συγγενικά

  • ταυρώπις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.