Κένταυρος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Κένταυρος < αρχαία ελληνική Κένταυρος
Ο αστερισμός του Κενταύρου.

Κύριο όνομα

Κένταυρος αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία) πλάσμα με σώμααλόγου και άνω κορμό και κεφάλι ανθρώπου
  2. όνομα αστερισμού του νότιου ημισφαιρίου. Ανήκει στους 48 αστερισμούς που σημειώθηκαν πρώτη φορά στην αρχαιότητα από τον Πτολεμαίο και στους 88 επίσημους αστερισμούς που το 1922 θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση
    συντομογραφία: Cen

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Κένταυρος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Κένταυρος αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία) Κένταυρος
  2. ανδρικό όνομα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.