ταχύπορος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταχύπορος η ταχύπορη το ταχύπορο
      γενική του ταχύπορου της ταχύπορης του ταχύπορου
    αιτιατική τον ταχύπορο την ταχύπορη το ταχύπορο
     κλητική ταχύπορε ταχύπορη ταχύπορο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταχύποροι οι ταχύπορες τα ταχύπορα
      γενική των ταχύπορων των ταχύπορων των ταχύπορων
    αιτιατική τους ταχύπορους τις ταχύπορες τα ταχύπορα
     κλητική ταχύποροι ταχύπορες ταχύπορα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ταχύπορος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ταχύπορος, -η, -ο

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.