ταχυβραστήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ταχυβραστήρας | οι | ταχυβραστήρες |
| γενική | του | ταχυβραστήρα | των | ταχυβραστήρων |
| αιτιατική | τον | ταχυβραστήρα | τους | ταχυβραστήρες |
| κλητική | ταχυβραστήρα | ταχυβραστήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ταχυβραστήρας < ταχύς + βραστήρας < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Schnellkocher
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.