ταχύ

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /taˈçi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ταχύ

Ετυμολογία 1

ταχύ < αιτιατική ουδετέρου του επιθέτου ταχύς [1]

Επίρρημα

ταχύ

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

ταχύ: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ταχύ

  1. γενική, αιτιατική και κλητική ενικού, αρσενικού γένους του ταχύς
    εναλλακτικά, γενική ενικού: ταχέος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ταχύς

Αναφορές

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.