αποταχιά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποταχιά < μεσαιωνική ελληνική αποταχιά / αποταχέα

Επίρρημα

αποταχιά

  1. (λαϊκότροπο) νωρίς το πρωί, πολύ πρωί
    αποταχύ
  2. το επόμενο πρωί
  3. (λαϊκότροπο) αύριο
  4. (λαϊκότροπο) σύντομα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.