ταριχευτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ταριχευτής | οι | ταριχευτές |
| γενική | του | ταριχευτή | των | ταριχευτών |
| αιτιατική | τον | ταριχευτή | τους | ταριχευτές |
| κλητική | ταριχευτή | ταριχευτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ταριχευτής < αρχαία ελληνική ταριχευτής < ταριχεύω
Ουσιαστικό
ταριχευτής αρσενικό (θηλυκό ταριχεύτρια)
- (επάγγελμα) αυτός που ταριχεύει νεκρούς ανθρώπους ή ζώα
Συνώνυμα
- βαλσαμωτής
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ταριχεύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.