ταράτσωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ταράτσωμα τα ταρατσώματα
      γενική του ταρατσώματος των ταρατσωμάτων
    αιτιατική το ταράτσωμα τα ταρατσώματα
     κλητική ταράτσωμα ταρατσώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταράτσωμα < ταρατσώ(νω) + -μα < ταράτσα + -ώνω < βενετικά terazza < λατινικά terra < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ters- (στεγνός)

Ουσιαστικό

ταράτσωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.