ταπητουργός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ταπητουργός | οι | ταπητουργοί |
| γενική | του | ταπητουργού | των | ταπητουργών |
| αιτιατική | τον | ταπητουργό | τους | ταπητουργούς |
| κλητική | ταπητουργέ | ταπητουργοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.