falter
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | falter |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | falters |
| αόριστος | faltered |
| παθητική μετοχή | faltered |
| ενεργητική μετοχή | faltering |
Ρήμα
falter (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κομπιάζω, μιλάω με τρόπο που δείχνει ότι δεν έχω αυτοπεποίθηση
- ↪ He was faltering in his speech.
- Κόμπιαζε στο λόγο του.
- ↪ He was faltering in his speech.
- (αμετάβατο) παραπατώ, περπατάω με τρόπο που δείχνει ότι δεν έχω αυτοπεποίθηση
- ↪ He came faltering out of his room.
- Βγήκε από το δωμάτιο παραπατώντας.
- ↪ He came faltering out of his room.
- (αμετάβατο) ταλαντεύομαι, διστάζω, συμπεριφέρομαι με τρόπο που δείχνει ότι δεν έχω αυτοπεποίθηση
- ↪ He never faltered in his resolution.
- Ποτέ δεν ταλαντεύτηκε στην απόφασή του.
- ↪ Once me made up his mind, he never faltered.
- Από τη στιγμή που πήρε την απόφασή δε δίστασε πια ποτέ.
- ↪ He never faltered in his resolution.
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.