ταλανισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ταλανισμός | οι | ταλανισμοί |
| γενική | του | ταλανισμού | των | ταλανισμών |
| αιτιατική | τον | ταλανισμό | τους | ταλανισμούς |
| κλητική | ταλανισμέ | ταλανισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ταλανισμός < ελληνιστική κοινή ταλανισμός < ταλανίζω < αρχαία ελληνική τάλας < τλάω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *telh₂-
Μεταφράσεις
ταλανισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.