ταγάριον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ταγάριον τὰ ταγάρι
      γενική τοῦ ταγαρίου τῶν ταγαρίων
      δοτική τῷ ταγαρί τοῖς ταγαρίοις
    αιτιατική τὸ ταγάριον τὰ ταγάρι
     κλητική ! ταγάριον ταγάρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ταγαρίω
γεν-δοτ τοῖν  ταγαρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταγάριον < ταγή + υποκοριστικό επίθημα -άριον

Ουσιαστικό

ταγάριον ουδέτερο

  1. μέτρο για ξηρούς καρπούς ή γεννήματα
  2. ταγάρι, τορβάς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.