τάρανδος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τάρανδος | οι | τάρανδοι |
| γενική | του | τάρανδου & ταράνδου |
των | τάρανδων & ταράνδων |
| αιτιατική | τον | τάρανδο | τους | τάρανδους & ταράνδους |
| κλητική | τάρανδε | τάρανδοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τάρανδος < → λείπει η ετυμολογία
.jpeg.webp)
-
τάρανδος στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
τάρανδος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.