κρι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κρι < (μεταγραφή) αγγλική Cree

Ουσιαστικό

κρι άκλιτο θηλυκό (η γλώσσα κρι), ή ουδέτερο (τα κρι)

  • βορειοαμερικανική γλώσσα ιθαγενών του Καναδά που ανήκει στις γλώσσες άλγκονκ

Σημειώσεις

  • κωδικός γλώσσας: cr
  • Cree language στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.